δερματοπάθειες

δερματοπάθειες
Όρος που χρησιμοποιείται για κάθε συγγενές ή επίκτητο νόσημα του δέρματος. Οι δ. μπορούν να εμφανιστούν εξαιτίας εξωτερικών παραγόντων (π.χ. μηχανικοί ερεθισμοί, υπερβολικά υψηλή ή χαμηλή θερμοκρασία, υπεριώδης ακτινοβολία, μικροβιακές ή ιογενείς λοιμώξεις κ.ά.) ή εξαιτίας εσωτερικών παραγόντων (π.χ. διαταραχές του μεταβολισμού, αλλεργίες, αιματολογικές παθήσεις, ενδοκρινική δραστηριότητα, δηλητηριάσεις κ.ά.). Ορισμένες φορές η αιτία της εμφάνισής τους μπορεί να αφορά το κεντρικό νευρικό σύστημα ή να παραμένει άγνωστη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακανθόλυση — η Ιατρ. απώλεια τής συνοχής τών κυττάρων τής ακανθωτής στιβάδας τής επιδερμίδας. Χαρακτηριστική για πολλές δερματοπάθειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < acanthotysis, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < άκανθα + λύσις ( η)] …   Dictionary of Greek

  • αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • βλατίδα — η στοιχειώδης βλάβη του δέρματος με μορφή μικρού, περιγεγραμμένου, συμπαγούς επάρματος, η οποία εμφανίζεται σε πολλές δερματοπάθειες …   Dictionary of Greek

  • εγκυμοσύνη — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γυναίκα που φέρει στον οργανισμό της ένα ή περισσότερα έμβρυα σε ανάπτυξη. Η ε. αρχίζει με τη γονιμοποίηση και τελειώνει με τον τοκετό. Η ε. αποκαλείται φυσιολογική ή ενδομήτρια, όταν το προϊόν της σύλληψης… …   Dictionary of Greek

  • εκζεματοειδή — τα δερματοπάθειες με εξανθήματα που μοιάζουν με το έκζεμα …   Dictionary of Greek

  • καυτηρίαση — Θεραπευτική μέθοδος, η οποία συνίσταται στην τοπική εφαρμογή υψηλής θερμοκρασίας ή καυστικής χημικής ουσίας, με σκοπό την καταστροφή ιστών, την επούλωση ή την αιμόσταση. Η κ. γίνεται με ειδικά όργανα, τους θερμοκαυστήρεςηλεκτροκαυστήρες, τα… …   Dictionary of Greek

  • κερατοδερμία — Δερματική πάθηση που χαρακτηρίζεται από πάχυνση της κεράτινης στιβάδας της επιδερμίδας και προσβάλλει συχνότερα τα χέρια και τα πόδια. Υπάρχουν δύο μορφές κ.: η ιδιοπαθής και η δευτεροπαθής. Η πρώτη, γνωστή και ως νόσος του Μελέντα, είναι… …   Dictionary of Greek

  • πιτυρίαση — Με το όνομα αυτό είναι γνωστές δερματοπάθειες διαφόρων αιτιολογιών, με κοινό χαρακτηριστικό τη λεπτή και διάχυτη απολέπιστη του δέρματος. Από τις πιο γνωστές είναι η ποικιλόχρους π. και η ροδόχρους π. του Ζιλμπέρ. Η πρώτη οφείλεται σε μύκητες που …   Dictionary of Greek

  • πομφολυγώδης — ες, ΝΑ [πομφόλυξ, υγος] όμοιος με πομφόλυγα ή γεμάτος πομφόλυγες; νεοελλ. 1. φρ. «πομφολυγώδη νοσήματα» ιατρ. νοσήματα που χαρακτηρίζονται από την ανάπτυξη πομφολύγων, όπως είναι οι πομφολυγώδεις δερματοπάθειες, οι οποίες συχνά οφείλονται σε… …   Dictionary of Greek

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”